πανηγυριάτικος

πανηγυριάτικος
-η, -ο
βλ. πανηγυρικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πανηγυρικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο πανηγύρι ή γίνεται για τον εορτασμό, ο γιορταστικός: Πανηγυρική ατμόσφαιρα. 2. ο λαμπρός, ο επιδειχτικός: Πανηγυρική έναρξη των εργασιών της Βουλής, αλλ. πανηγυριάτικος, πανηγυρίσιος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”